Προς την μητέρα μου – Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Από την ελληνική ποίηση

Μάννα μου, εγώ ᾽μαι τ᾽ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι
ὁπου το δέρνει ο ἄνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφεί κι απ᾽ όπου κι αν περάσει,
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί κλωνάρι να πλαγιάσει.

 

Ἐγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ᾽ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω έγκουρα πλην την ευχή σου μόνη.

 

Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽ αράξω
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.
Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικου μου από μακρυά τη θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.

 

Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βασανά μου
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο

 

είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν τηv ψυχη τη µαύρη
π᾽ αρνήθηκε την Παναγιά κι ο πόλεος δεν θα ᾽βρει.
Κι εκείνη μ᾽ αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:

 

Ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες
όντας σε έπλασ᾽ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες