Ο Δαβίδ δοξολογεί το Θεό

Πολλά χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού, ζούσε στη Βηθλεέμ ο Δαβίδ, ο γιος του Ιεσσαί, που ήταν βοσκός. Ήταν παιδί με καθαρή καρδιά, γεμάτη αγάπη για το Θεό. Βόσκοντας τα πρόβατα του πατέρα του, έβλεπε τις ομορφιές της φύσης. Και με τα μάτια της ψυχής του έβλεπε το Θεό ντυμένο με φως. Τον ουρανό σαν πλουμιστό αντίσκηνο. Τα σύννεφα σαν άμαξα του Θεού και τους ανέμους σαν αγγελιοφόρους του. Κι έκανε το θαυμασμό του τραγούδι και ύμνο στο Θεό. Τα χρόνια περνούσαν κι ο Δαβίδ πρόκοβε στην αρετή.

Οι Ισραηλίτες κάποτε βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Φιλισταίους, που ήταν ειδωλολάτρες. Ένας απ’ αυτούς, ο γιγαντόσωμος στρατιώτης Γολιάθ, τους προκαλούσε και τους κορόιδευε. Ζητούσε μάλιστα να παλέψει με κάποιον Ισραηλίτη. Ο Δαβίδ ζήτησε με πίστη τη βοήθεια του Θεού. Στάθηκε μπροστά στο Γολιάθ με θάρρος, χωρίς να φοβάται και με τη μικρή του σφεντόνα κατόρθωσε να τον νικήσει. Οι Ισραηλίτες πανηγύρισαν τη νίκη και οι Φιλισταίοι το έβαλαν στα πόδια.

Μετά από καιρό, ο Θεός ανέθεσε στο Δαβίδ μια μεγάλη αποστολή: Να γίνει βασιλιάς και να διοικήσει με δικαιοσύνη και σοφία το λαό του. Aυτός υπάκουσε, οργάνωσε καλά το στρατό και νίκησε τους εχθρούς των Ισραηλιτών. Ήταν όμως και άριστος ποιητής και υμνωδός. Στον καιρό της ειρήνης έγραψε ωραιότατα ποιήματα και προσευχές προς το Θεό: τους ψαλμούς. Πολλοί απ’ αυτούς μιλούν για το Χριστό, που θα γεννιόταν από τη γενιά του πολλούς αιώνες αργότερα. Σε άλλους ο Δαβίδ δοξάζει το Θεό για το ενδιαφέρον και τη φροντίδα που δείχνει για όλους τους ανθρώπους
